- πεντάκορφος
- beş tepeli
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
πεντάκορφος — η, ο αυτός που έχει πέντε κορφές: Πεντάκορφο βουνό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεντακόρυφος — και πεντάκορφος, η, ο / πεντακόρυφος, ον, ΝΜ αυτός που έχει πέντε κορυφές μσν. φρ. «τοῡ πεντακορύφου σώματος τής ἐκκλησίας» μτφ. οι πέντε αρχιεπίσκοποι, δηλ. οι πατριάρχες Ρώμης, Κωνσταντινούπολης, Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων.… … Dictionary of Greek